- περιπολιστικός
- -ή, -όν, Α [περιπολίζω]·1. αυτός που έχει τη διάθεση να περιπλανάται, περιπλανής2. φρ. «σύνοδος περιπολιστική» — θίασος μουσικών ή υποκριτών που μεταβαίνουν από τόπο σε τόπο, περιοδεύων θίασος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.